- μαλλοκέφαλα
- ταβλ. μαλλιοκέφαλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλλοκέφαλα — μαλλοκέφαλα, τα και μαλλιοκέφαλα, τα μαλλιά του κεφαλιού, μόνο στη φράση: «Ξόδεψα τα μαλλ(ι)οκέφαλά μου», ξόδεψα μεγάλα χρηματικά ποσά, τόσα όσες είναι και οι τρίχες του κεφαλιού μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλλιοκέφαλα — και μαλλοκέφαλα, τα 1. το τρίχωμα τού κεφαλιού, τα μαλλιά 2. φρ. «τα μαλλιοκέφαλά μου» πάρα πολλά χρήματα, όσα οι τρίχες τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλιά + κεφάλι] … Dictionary of Greek
χρεωστώ — χρεωστῶ, έω, ΝΜΑ, και χρωστώ και χρωστάω και λόγιος τ. χρεστώ Ν οφείλω, έχω χρέος, είμαι χρεώστης νεοελλ. 1. μτφ. έχω υποχρέωση, έχω καθήκον, έχω ηθική οφειλή («τού χρωστάω τα πάντα») 2. φρ. α) «χρωστάει τα μαλλοκέφαλά του» έχει μεγάλο χρέος,… … Dictionary of Greek
χρεωστώ — και χρωστώ και χρωστάω 1. είμαι χρεώστης, έχω χρέος, οφείλω: Χρωστάει τα μαλλοκέφαλά του. 2. έχω καθήκον, έχω υποχρέωση. 3. φρ., «Xρωστάει της Μιχαλούς», είναι τρελός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)